Ο Θεόφιλος Λεονταρίδης μιλώντας στη Βουλή επί του νομοσχεδίου για τις αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, μεταξύ άλλων τόνισε:
Η γενική αίσθηση που αποκομίζει κάποιος που διαβάζει το νομοσχέδιο είναι ότι διαπνέεται από μία τάση αυστηροποίησης του πλαισίου ποινών ώστε να θεραπευτούν οι αδυναμίες στην αντιμετώπιση ειδεχθών εγκλημάτων. Υπάρχει, όμως, η γενική αντίληψη ότι οι ποινές που επιβάλλονται από τη Δικαιοσύνη σύμφωνα με την υπάρχουσα νομοθεσία, ιδίως για ειδεχθή εγκλήματα, είναι ποινές που δεν πείθουν το κοινό περί δικαίου αίσθημα. Δεν υπάρχει, δηλαδή, αναλογικότητα μεταξύ πράξης και μεγέθους ποινής. Όλοι θυμόμαστε πόσο απασχόλησαν την κοινή γνώμη τα τελευταία, αλλά και προηγούμενα περιστατικά άτυχων μητέρων και γυναικών που έχασαν τη ζωή τους με αποτρόπαιο τρόπο και διαμόρφωσαν την αντίληψη ότι πρέπει να αλλάξουμε και τη νομοθεσία.
Περνώντας τώρα στην ουσία του νομοσχεδίου, συνοπτικά θα ήταν δυνατόν να πούμε ότι όσον αφορά τον ποινικό κώδικα, αποκαθίστανται αστοχίες του κώδικα που ψηφίστηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ, αναβαθμίζονται σε κακουργήματα μείζονος ποινικής απαξίας αδικήματα που είχαν υποβαθμιστεί από την προηγούμενη κυβέρνηση, αναπροσαρμόζεται το πλαίσιο των ποινών, εκσυγχρονίζονται οι διατάξεις του ποινικού κώδικα και εναρμονίζονται με τις ευρωπαϊκές συμβάσεις που ρυθμίζουν τα δικαιώματα προστασίας των ανηλίκων και ενήλικων θυμάτων εγκληματικής δραστηριότητας.
Αυστηροποιούνται, επίσης, οι ποινές για τα ειδεχθή εγκλήματα όπως η ανθρωποκτονία, ο βιασμός σε βάρος ανηλίκου, ο ομαδικός βιασμός και η εσχάτη προδοσία, που θα τιμωρούνται μόνο με ισόβια κάθειρξη. Αυστηροποιούνται ακόμα οι προϋποθέσεις αποφυλάκισης με τους καταδικασθέντες για σκληρά εγκλήματα, όπως τρομοκρατικές πράξεις, εμπορία ανθρώπων και άλλα όπως είναι ληστεία, νόμου περί ναρκωτικών, ώστε να μπορούν να αποφυλακιστούν έχοντας εκτίσει τα τέσσερα πέμπτα της ποινής από τα τρία πέμπτα που ίσχυε μέχρι σήμερα.
Πιο αναλυτικά και αναφορικά με τα εγκλήματα μείζονος ποινικής απαξίας, δηλαδή τα ειδεχθή εγκλήματα, προβλέπεται ως μοναδική πλέον ποινή η ισόβια κάθειρξη για τα αδικήματα της εσχάτης προδοσίας, της ανθρωποκτονίας, του ομαδικού βιασμού, το βιασμό σε βάρος του ανηλίκου, του θανατηφόρου βιασμού και της θανατηφόρας ληστείας. Τα ανωτέρω αδικήματα με τον ισχύοντα ποινικό κώδικα τιμωρούνται διαζευκτικά με την ποινή είτε της ισόβιας είτε της πρόσκαιρης κάθειρξης τουλάχιστον δέκα ετών.
Αυστηροποιείται, επίσης, η διάταξη για τη βαριά σωματική βλάβη με την κάλυψη όλων των μορφών υπαιτιότητας, αμέλεια, ενδεχόμενος δόλος και επιδίωξη, με την επαναφορά και αυστηροποίηση της παλιάς διάταξης.
Επιπλέον, προστίθεται στην έννοια της βαριάς σωματικής βλάβης η αναπηρία και η μόνιμη παραμόρφωση.
Επιβαρυντική πλέον περίσταση πλέον αποτελεί η τέλεση σωματικής βλάβης σε βάρος υπαλλήλου κατά την εκτέλεση της εργασίας του.
Για τα εγκλήματα που σχετίζονται με το περιβάλλον και την κλιματική κρίση το αδίκημα του εμπρησμού, όπως και αυτό του εμπρησμού δασών, αλλά και όλων των κοινώς επικινδύνων εγκλημάτων, μετατρέπονται από εγκλήματα αποτελέσματος σε εγκλήματα αφηρημένης διακινδύνευσης. Με άλλα λόγια, για να τιμωρείται η πράξη δεν χρειάζεται να επέλθει η βλάβη, αλλά αρκεί να μπορεί να προκύψει κίνδυνος.
Περαιτέρω, για την επιβολή ποινής ισοβίου καθείρξεως αρκεί ο θάνατος ενός ανθρώπου, χωρίς να απαιτείται μεγάλος αριθμός προσώπων όπως ισχύει σήμερα.
Το αδίκημα του εμπρησμού δασών τυποποιείται πλέον μόνο ως κακούργημα και στη βασική του μορφή, με προβλεπόμενη ποινή κάθειρξης έως οκτώ έτη και χρηματική ποινή.
Όσον αφορά τα εγκλήματα κατά της προσωπικής ελευθερίας, της γενετήσιας ελευθερίας και της οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής προβλέπεται η αυτεπάγγελτη δίωξη για την προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας στον εργασιακό χώρο.
Σχετικά με το αδίκημα της εμπορίας ανθρώπων προβλέπεται αυστηροποίηση των ποινών. Αν από την πράξη επέλθει ο θάνατος, επιβάλλεται ποινή ισόβιας κάθειρξης.
Ειδικά για τα εγκλήματα σε βάρος ανηλίκων, με τη σημερινή ισχύουσα πρόβλεψη, η έναρξη της παραγραφής για αδικήματα σε βάρος ανηλίκων αφορά μόνο κακουργήματα και ξεκινά από την ενηλικίωση, δηλαδή από τη συμπλήρωση των δεκαοκτώ ετών. Πλέον προβλέπεται αλλαγή του χρόνου έναρξης της παραγραφής των αδικημάτων της εμπορίας ανθρώπων, της αρπαγής ανηλίκου και των αδικημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας.
Με το νέο νομοσχέδιο προβλέπεται ακόμα η αυτεπάγγελτη δίωξη των αδικημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας όταν στρέφονται σε βάρος ανηλίκων. Σήμερα οι πράξεις αυτές διώκονται κατόπιν εγκλήσεως, δηλαδή εντός προθεσμίας τριών μηνών, με αποτέλεσμα η προθεσμία αυτή να κρίνεται ως ασφυκτική για την καταγγελία των ανωτέρω πράξεων. Με την προτεινόμενη αλλαγή ο χρόνος καταγγελίας του αδικήματος είναι πέντε έτη και ο εισαγγελέας ασκεί δίωξη κατόπιν αναφοράς, μήνυσης ή άλλης πληροφορίας ότι διαπράχθηκε το αδίκημα.
Τυποποιούνται, ακόμη, ως κακούργημα οι γενετήσιες πράξεις με ανηλίκους, δηλαδή η αποπλάνηση ανηλίκων. Σήμερα η αποπλάνηση τιμωρείται ανάλογα με την ηλικία του ανήλικου.
Η αλλαγή του Ποινικού Κώδικα θα πρέπει, όμως, να συνδυαστεί με την ενίσχυση των αστυνομικών, εισαγγελικών και δικαστικών Αρχών, την επιτάχυνση των εκδικάσεων των ποινικών αδικημάτων, ώστε οι νέες ρυθμίσεις που ψηφίζονται, να έχουν και ουσιαστικό αποτέλεσμα στην καθημερινότητα του πολίτη.
Κάποιες φορές το νομοθετικό Σώμα οδηγεί την κοινωνία, κάποιες φορές οφείλει να την ακούει. Έτσι συντελείται η πρόοδος. Είναι αμφίδρομη η σχέση και ειλικρινά πιστεύω ότι δεν υπάρχει κάτι μεμπτό σε αυτό. Άλλωστε, τι κάνουμε καθημερινά εμείς εδώ στη Βουλή όταν νομοθετούμε, αλλά και με τον κοινοβουλευτικό έλεγχο; Δεν ακούμε τις απόψεις των φορέων; Δεν προωθούμε τα ζητήματα διαφόρων κοινωνικών ομάδων; Δεν αφουγκραζόμαστε την κοινωνία; Ως τι θα πρέπει να τα εκλάβουμε όλα αυτά; Ως υποχώρηση σε πιέσεις και λαϊκισμό ή ως αυθεντική διαδικασία αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας;