Με δυό φίλες της, μικρασιάτισσες, και την αδερφή της καθόντουσαν σε σκαμνάκια ξύλινα, μαξιλαρωμένα με κέφι, ένα χαμηλό στρόγγυλο τραπεζάκι στη μέση, δια χειρών του συζύγου της, μάστορη που κεντούσε με μεράκι το ξύλο, στη αυλή δίπλα στην αράδα με τις τριανταφυλλιές, μόλις που έσκαζε η φλούδα τους γιά να προβάλουν τα μάτια γιά την ανοιξιάτικη φυλλοφορία, δίπλα στα πόδια τους πρασίνιζαν τα ζουμπούλια, μαβί κι άσπρα τα λουλουδάκια τους, οι υάκινθοι που έσπευδαν τα καλωσορίσουν την άνοιξη ευωδιάζοντας εις οσμήν ευωδίας , ο καφές είχε σερβιριστεί και μοσχοβολούσε , συνοδευόμενος με κουλουράκια πλεξούδες, όταν με φώναξε να πάω κοντά στη γυναικοπαρέα, τι ωραιότητα, κι αδειάζοντας από το πορσελάνινο φλυντζανάκι της καφέ στο πιατάκι , μου το πρόσφερε, η γιαγιά κρατούσε το πιατάκι κι εγώ ρουφούσα απολαμβάνων !
Γεύτηκα το πρώτον την ευωδία και την ξεχωριστή γεύση του καφέ, από τα χέρια της καλής μου γιαγιάς, ούτε εξήντα χρόντων ήταν όταν αναχώρησε γιά τις γειτονιές των Αγγέλων, έξυπνη κι όμορφη, αμή αντρογυναίκα άφοβη, δουλευτάρα , ένα κήπο πέντε έξι στρέμματα καλλιεργούσε μ’ όλων των λογιών τα ζαρζαβάτια, από το κρεμμυδάκι, το σκορδάκι και το μαρουλάκι του Μάρτη, τα μπιζέλια και τα κουκιά το Μαγιάπριλο, τις μοναδικές αγκινάρες, κι ύστερα την πληθώρα των καλοκαιρινών, ντομάτες και μελιντζάνες, πιπεριές κόκκινες και πράσινες, πιπεριές φούσκες και πιπεριές κέρατα, μπάμπιες και φασολάκια, άνοιγε αυλάκια μερακλίδικα με την τσάπα γιά τα ποτίσματα, κανοναρχούσε τους εργάτες που την βοηθούσαν, κξ ύστερα τα χειμωνιάτικα, λάχανα και κουνουπίδια, καρότα, σπανάκια και πράσσα, μεριμνούσε γιά τον οπωρώνα, κεράσια και βύσσινα, δαμάσκηνα και μπαρδάκηλα, βερίκοκα και καίσια, αχλάδια βουτυράτα και ζεντίλια, αχλάδια κοντούλες, μήλα λογιώ λογιώ, μούσμουλα και δέσπολα, λωτούς και κυδώνια, κληματαριές με κεχριπαρένια σταφύλια και κλήματα με μοσχάτο, πώς περιέγραφε μιά φορά ο Μωυσής τον Παράδεισο , ένας αγώνας και τούτος ο μικροπαράδεισος, εύκολα να τα λές , δύσκολα να καλλιεργείς και γνοιάζεσαι, και στην νότια πλευρά μιά πηγή ψυχρού ύδατος, ομορφοστολισμένη με παλιά πελεκητή πέτρα, πηγή από την εποχή των Οθωμανών, ίσως από παλιό μουσουλμανικό μεζαρλίκι, ήγουν κοιμητήρι, ο Θιός να τους συγχωρνά ολονούς , έλεγε η θειά Βασιλική, Μουσουλμάνοι ήταν μωρή Βασιλική, αντέτεινε η θειά Ελένη, ο Θιός γιά όλους τους ανθρώπους είναι, απαντούσε η θειά η μαμμή, γιαυτό λέει, “ο Θιός πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι”, δεν λέει μόνο γιά του λόγου μας, το λοιπόν, μιά πηγή ψυχρού ύδατος παρακείμενη, πράγματι τα νύν τόπος αναψύξεως, ένας μικρός παράδεισος, ένας μεγάλος κήπος τα προς το ζήν εξασφαλίζων στην οικογένεια, ιδιαίτερα όταν ο άντρας της , με ένα μάνλιχερ στο χέρι, έπρεπε το πλάι – πλάι να βγή στο βουνό να πολεμήσει,
κι εγώ αποτέλειωσα το έκτακτο ρόφημα !
Ξεχνιέται τούτο το πρώτο κέρασμα του καφέ στο πορσελάνινο πιατάκι ;
Κάθισα στο πεζούλι δίπλα τους γιατί με καθήλωσε η ιστορία με τα φίδια , που διηγιόταν η θειά Βασιλική, θυμάσαι Χρυσούλα, ρώταγε ρητορικά, μαμή στο επάγγελμα, Σμυρνιά μαία , με γνώσεις κι εμπειρία , θυμάσαι Χρυσούλα , τον εργάτη που έσκαβε να ανοίξουμε το πηγάδι, αυτό εκεί δίπλα στο καλύβι, θυμάσαι πώς πετάχτηκε έξω με φωνές σαν να γινόταν χαλασμός Κυρίου, φίδι , τσιρικοπούσε, φίδι, κι ενώ είχε κασμά στο χέρι και φτιάρι, παράτησε το εργαλεία και πήδηξε έξω απ’ το σκάμμα, φίδι, κυρά Χρυσούλα, σαν να τον ακούγω ακόμα, κι εσύ πήρες το φτιάρι κατέβηκες στο αρχινημένο πηγάδι και το έσιαξες, γύρισε αυτός, πρόσεχε τον προειδοποίησες, θα βρείς κι άλλο φίδι σε λίγο, θα βγεί το ταίρι του, έχε το νού σου, μην τα χάσεις, κρατάς το φτυάρι στο χέρι, χειρίσου το, ξεκίνησε να σκάβει πάλι, άρχισε να βαθαίνει το σκάμμα, ξανά σε πέντε λεπτά έντρομος, ξανά πετιέται όξω απ’ το αρχινισμένο πηγάδι, φίδι, κυρά Χρυσούλα, φίδι, τρέξε, έντρομος κοτζαμάν άντρας, χαμογελάει περιπαικτικά η θειά η μαμμή, τούτη που με ξεγέννησε, κοτζαμάν άντρακλας ικετεύει την κυρά Χρυσούλα να τον σώσει από το φίδι που βρισκόταν στη χειμωνιάτικη νάρκη του, απ’ τους αρχέγονους χρόνους στον Παράδεισο κυκλοφορούν φίδια, και πάλι η Χρυσούλα το φτυάρι, και πάλι το φίδι , πριν καλοξυπνήσει από τον χειμέριο ύπνο, πεταμένο βρέθηκε έξω απ’ το όρυγμα !
Ξεχνιέται τούτος ο πρώτος καφές στο πιατάκι της κεντημένης πορσελάνης , φλυντζανάκια και πιατάκια φερμένα απ’ την Σμύρνη, τότες, σαν της Σμύρνης το γιαγκίνι άλλο δεν έχει ματαγίνει, καφές πλουμισμένος με την ιστορία των φιδιών του πηγαδιού, καθώς τα ζουμπουλάκια, μαβιά κι άσπρα, ένευαν το μυρωμένο κεφαλάκι τους στις Μαρτιάτικες πνοές, κι η γιαγιά φιλεύει , στο καταπόδι, ένα εξαίρετης γεύσης γλυκό του κουταλιού από τα μυρωμένα πορφυρά τριαντάφυλλα του μπαξέ της ;
Ξεχνιέται ;
Υποδείγματα κοινοβουλευτικής παρουσίας!Γράφει ο Μάρκος Μπόλαρης*