Έφυγε ο Απόστολος Μπόϊκος, ο «αλήτης του Θεού», σύμφωνα με τον Βασίλη Τζανακάρη.
Άπιστος, αλλά για πίστη διψασμένος.
Ξένος, πάντα, της κοινής αγοραίας λογικής, εμφορούνταν μέχρι το τέλος από το ανεξάντλητο πάθος της ουτοπίας.
Η ουτοπία του Αποστόλη δεν εμπεριείχε τη βία ή το όποιο εκδικητικό μένος. Υπηρετούσε με έναν τρόπο δικό του και πάντα με την ίδια συνέπεια, την άποψη που ήθελε τον πολίτη όχι μονάδα αγέλης, αλλά συνειδητοποιημένο άνθρωπο, οργανικό μέλος μίας νέας «Εκκλησίας του Δήμου», που με τον λόγο του και τις πράξεις του θα υπηρετεί την κοινωνική αρετή, το κοινωνικό συμφέρον, το νόμιμο, το δίκαιο, το καλό και το ευχάριστο.
Ο Αποστόλης ήταν ένας «κατά συνείδηση φυγάς» της πραγματικότητας.
Γνώριζε πως οι «ανεμόμυλοι» είναι πραγματικοί , αλλά αυτό δεν τον εμπόδιζε να τους πολεμά. Δεν είμαι σε θέση να ξέρω αν στο τέλος, κάτω από το ασήκωτο βάρος της ασθένειας που του έτρωγε τις σάρκες, «λύγισε».
Μάλλον όχι.
Το πιθανότερο είναι να ήλπισε πως στο μακρύ του ταξίδι θα βρει καλύτερους συντρόφους (από εμάς που άφησε πίσω του) για να μοιραστεί τα όνειρά του.
Κάποτε πίνοντας καφέ, τα είπαμε και αγόρασα τα λιγοστά φύλλα της «εφημερίδας του
Ενός φύλλου που κανένας άλλος δεν θα μπορούσε να εκδώσει…
Και όμως, ήταν κάθε μέρα εκεί
Στα Αστέρια στην αρχή και μετά απέναντι από την Νομαρχία
Όλοι τον ήξεραν και κανένας ποτέ δεν τον κατάλαβε
Ήταν μιας άλλη εποχής…