Στήν άκρη τής Αβύσσου κρέμεται ο κόσμος ολος στήν χωρίς Θεό πορεία του στον κάποτε παράδεισο Γή, πού κλήθηκε από τό Δημιουργό του νά τόν κατοικήσει ειρηνικά, ζώντας με τον τίμιο κόπο του και στρέφοντας ευγνωμόνως το βλέμμα του ψηλά..
Το ειδεχθές έγκλημα τού Κάϊν ἐκτοτε ακολουθεί τον αμετανοητο άνθρωπο.
Τίποτα δεν τόν συνέχει, δεν τόν συμμαζεύει, δεν τόν συγκινεί, δεν φοβίζει, καμιά τιμωρία, κανένα κακό μεγάλο-Πήρε τη ζωή του λάθος κι αρέσκεται στο έγκλημα.
Εγκλημα όχι συνηθισμένο, μά ειδεχθές, απάνθρωπο .
Κόλαση είπε τό συνάνθρωπό του.
Κι έτσι γίναμε κολασμένοι όλοι.
Φέραμε την κόλαση στη γή. κάνοντας οι αχρείοι-τά όργανα της Αβύσσου- κήρύγματα γιά ειρήνη καί αγάπη.
Είρήνη!, τό παρά πάντων έπαινόμενο αγαθό, υπ΄ολίγων (τώρα πλέον από κανέναν) φυλασσόμενο.
Αποφύσεις της Φύσης γίναμε.
Γι αυτό η Φύση μάς ξερνάει στο χείλος, στήν άκρη της Αβύσσου, στο πέλαγος τού Μηδενός, στον τελευταίο κύκλο της Κόλασης.
Έτσι θα πεθάνει ο άνθρωπος:: όχι κλαίγοντας ούτε τραγουδώντας μά σε κώμμα σπαρακτικό.
Με μιά κατάρα στο στόμα, αντί μέ μιά ευλογία δοξαστική γιά τό πρώτο καί μέγα άγαθό πού τού δόθηκε:
ΤΗ ΖΩΗ-το μαθημα το πρωτο και μεγα δεν θα το μαθουμε ποτε. τι κρίμα!
ΕΠΙΒΛΕΨΕ ΘΕΕ ΜΑΣ ΚΑΙ ΣΩΣΕ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ-ΤΟ ΣΤΟΛΙΔΙ ΣΟΥ